Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ ραψωδία Ψ ( 300-340) Άθλα επί Πατρόκλω

Τότε ο Αχιλλέας προστάζει γρήγορα και φέρνουν άλλα πάλε βραβεία για το άσπλαχνο το πάλεμα, μπρος στους Αργίτες όλους: τρανό τριπόδι σ᾿ όποιον κέρδιζε, για τη φωτιά φτιαγμένο, που οι Δαναοί, όπως το 'δαν, δώδεκα το ξετιμήσαν βόδια• κι ακόμα μια γυναίκα σκλάβα του, να πάρει ο νικημένος, πολυτεχνίτρα, που όλοι τέσσερα την ξετιμούσαν βόδια. Ορθός στη μέση τότε στέκοντας φωνάζει στους Αργίτες: « Σκωθείτε οι δυο που θα παλέψετε και τον αγώνα ετούτον!» Είπε, κι ο μέγας Αίας πετάχτηκεν, ο γιος του Τελαμώνα, κι ασκώθη κι ο Οδυσσέας, που κάτεχε τέχνες πολλές καί δόλους Κι ως ζώστηκαν κι οι δυο, προχώρεσαν στη μέση από τ᾿ αλώνι, κι αγκαλιαστά στο απάλε επιάστηκαν με τα γερά τους χέρια, σαν τις ψαλίδες, που άξιος μάστορας πα στη σκεπή καρφώνει σπιτιού αψηλού, να στέκει ακλόνητο, σύντας φυσούν οι ανέμοι. Στα θρασεμένα μέσα χέρια τους, καθώς μεβιάς τραβούσαν, τρίζαν οι ράχες τους, κι εχύνουνταν ο ιδρώτας τους ποτάμι, και τα πλευρά τους κι οι ώμοι εγέμισαν με μελανιές ολούθε, ματοκομμένες, μαυροκόκκινες᾿ μ᾿ αυτοί τη νίκη πάντα λαχτάριζαν, το καλοδούλευτο τριπόδι ποιος θα πάρει. Μα ούτε ο Οδυσσέας μπορούσε σπρώχνοντας στη γη να τον ξαπλώσει, ούτε κι ο μέγας Αίας, τι ατράνταχτα βαστούσε κι ο Οδυσσέας. Όμως οι Αργίτες πια οι πολέμαρχοι σαν πήραν να βαριούνται, ο μέγας Αίαντας έτσι εμίλησεν, ο γιος του Τελαμώνα: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, όποιος τον άλλο ασκώσει, κι έπειτα το θέλει ο Δίας ας γένει!» Αυτά είπε, κι αψηλά τον άσκωσε᾿ μα κι ο Οδυσσέας το δόλο δεν τον ξεχνούσε, μον᾿ τον κλώτσησε στο γόνατο άπο πίσω' και κείνου ελύθη η ορμή, κι ανάσκελα ξαπλώθη'κι ο Οδυσσέας έπεσε απάνω του, και σάστισε θωρώντας τους τ᾿ άσκέρι. Πήρε ο Οδυσσέας μετά ο πολύπαθος να τον ασκώσει απάνω, και λίγο από τη γη τον σάλεψε, μα που να τον ασκώσει! Τρικλοποδιά του βάζει, κι έπεσαν στη γη μαζί κι οι δυο τους, και μες στον κουρνιαχτό κυλίστηκαν ο ένας στον άλλο πλάι. Τρίτη φορά ξανά θα ρίχνουνταν για να πιαστούν στο απάλε, αν ο Αχιλλέας γοργά δε σκώνουνταν να τους κρατήσει ατός του: «Αφήστε τώρα πια το πάλεμα και μην καταπονάστε' κι οι δυο νικάτε, κι έτσι παίρνοντας το ίδιο βραβείο καθένας παραμερίστε, κι άλλοι να 'ρθούνε ν᾿ αγωνιστούν Αργίτες.» Είπε, κι αυτοί δέχτηκαν πρόθυμα, χωρίς να παρακούσουν, κι απ᾿ το κορμί τη σκόνη εσφούγγιξαν και βαλαν τους χιτώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: